- ασπόνδυλος
- -η, -ο(κυρίως για ζώα) αυτός που δεν έχει σπονδύλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σπόνδυλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Σπυρ. Μαυρογένη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασπόνδυλος — η, ο αυτός που δεν έχει σπόνδυλους: Το σκουλήκι είναι ασπόνδυλο· το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ασπόνδυλα, τα τα ζώα που δεν έχουν σπονδυλική στήλη (αντίθ. σπονδυλωτά) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)